Πετόρζ(μηθις) Πετορζ(μήθιος) Παχνούβ(ιος)
Ἀ̣τπῆς Σωκράτους
Ἕρμων τέκτων
Πάχνο(υβις) Πετεύριος
ⲟⲩⲥⲟⲛ
Κόλωλις
Ζμε̣ν’τπῶ Ψενχ( ) Βιήνχ(ιος) μητ(ρὸς) Σενπετεύριο(ς)
Ψενθι( ) Ψανσνώς Ψάιτος
Παπρεμείθ(ης) Φανο̣ύ̣φεως Παρμουθ( )
Βίηνχ(ις) μείζ(ων) Βιήνχ(ιος) μητ(ρὸς) Θινμεαῦτ(ος)
Βίηνχ(ις) νεώτ(ερος) ἀδελ(φός)
Βίηνχ(ις) Βιήνχ(ιος) Μόρος
Apparatus
Peter (myth) Peter (mythical) Pachnoub (of Pachnoub)
Of Atpes, Socrates
Hermon the craftsman
Pachno (of Pachnoub) Peterius
Usun
Kololis
Zmen'tpo (of) Sench (of) Biehn (of) mother Senpeturius
Senchi (of) Sansnos Saitos
Papremeith (of) Phanoufeos Parmouth (of)
Biehn (of) greater Biehn (of) mother Thinmeaut (of)
Biehn (of) younger brother
Biehn (of) Biehn (of) Moros