Τυβι κζ ι̣α ἰ̣ν̣δ̣(ι)κ(τίωνος) παγανὸν Ἀλόν̣- τιος Ανατου (δηναρίων) (μυριάδες) υν π(αρὰ) Τιμο- θέου Ἀλυπί(ου). Σει( ) η.
(δηναρίων) (μυριάδες)
Tybi, 26, 1, of the (indictment) of the pagan Alon- of the East (of denarii) (myriads) from (by) Timotheus Alupius. Seal ( ) it.