Στέφανος δοῦλ(ος) τῆς θεοτόκ(ου) Ἰωάννῃ ἀπαιτ(ητῇ) Πτολεμαίδ(ος). παράσχ(ου) Ἀλεξάνδρῳ τέκτ(ονι) ἐργαζομέ(νῳ) εἰς τὸν σὺν θ(εῷ) κτιζόμε(νον) οἶκ(όν) μου καγκ(έλλῳ) Ἀλεξ(ανδρείας) σίτου ἀρτάβ(ας) εἴκοσι γί(νονται) σί(του) (ἀρτάβαι) † Φαμενὼ\†/θ ἰνδ(ικτίωνος) ιβ γί(νονται) σί(του) (ἀρτάβαι) εἴκοσι μόνον † μη(νὸς) Φαμ(ενὼ)θ ἰνδ(ικτίωνος) ιβ † Φαμ(ενὼ)θ ἰνδ(ικτίωνος) ιβ πιτάκ(ιον) σίτου τοῦ κύρο̣υ Στεφάνου σί(του) (ἀρταβῶν) μό(νον).
None extracted.
Stephen, servant of the Theotokos, to John, the petitioner of Ptolemaïs. Grant to Alexander, the worker, for the house being built with God, of my house in the district of Alexandria, twenty artabas of grain, which are twenty artabas of grain. Only twenty artabas of grain. In the month of Phamenoth, in the 12th indiction. Only the record of the grain of the lord Stephen.