Ἀβδελλα υἱου
Ἀβ̣δ̣ελ[μελεχ20]
[σύμβουλος]
υἱὸς
(*)
Ἀβδελλα υἱου - "Abdella, son of" Ἀβ̣δ̣ελ[μελεχ20] - "Abdiel [king]" [σύμβουλος] - "[counselor]" υἱὸς - "son"