ἔτος
Μεσορὴ
μὲ(μέτρηκεν) εἰς
τὸ αὐτὸ (ἔτος)
Σελούλις Αὐελέους (πυροῦ)
δύο (γίνονται) [(πυροῦ) β.]
None extracted.
The year (ἔτος)
Middle (Μεσορὴ)
measured into (μὲ(μέτρηκεν) εἰς)
the same (τὸ αὐτὸ) (year)
of Seloulis, son of Auelus (Σελούλις Αὐελέους) (of grain)
Two (δύο) (are made) [(of grain) b.]