p.count;;23

Canonical URI: http://papyri.info/ddbdp/p.count;;23
Translation (Model: gpt-4o-mini, Batch ID: 2)

Extracted Text

Koine Greek

κδ
κϛ
ἁλι(κῆς)
ὀβολοῦ
Λυσιμαχίδος. σώματα
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
(δραχμαὶ)
θη(λυκὰ)
ὀβολοῦ ἀρ(σενικὰ)
(ὧν) Ἥλληνες
Πέρσαι
(γίνονται)
(λοιπὸν)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(πεντώβολον)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται
Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
(τριώβολον)
ὀβολοῦ
(τετρώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβ(λοῦ)
(πεντώβολον)
(γίνονται) ἁλι(κῆς)
(τριώβολον)
ὀβολοῦ
(γίνονται)
Παχὼνς
ἁλι(κῆς) (δραχμαὶ)
ὀβολοῦ
(γίνονται)
Παῦνι
ἁλι(κῆς)
(διώβολον)
(γίνονται)
(γίνονται) [ἁ]λ̣ι̣(κῆς)
(ὀβολὸς)
ὀβο(λοῦ)
(πεντώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ) (δραχμὴν)
(δραχμαὶ)
ἀν(ὰ)
(τριώβολον)
(δραχμαὶ)
ὀβολοῦ
(ὧν) ὑ̣π̣[όλογο]ι
διδάσκαλοι
(λοιπὸν)
Ἥλληνες
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται) ἁλι(κῆς)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(δραχμαὶ)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
Πέρσαι
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν) Ἥλλη(νες)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(διώβολον)
ἁλι(κῆς)
ὀβο(λοῦ)
(γίνονται)
(γίνονται)
(ὧν) ἀρ(σενικὰ)
ἀν(ὰ)
(ὀβολὸν)
(γίνονται)
(διώβολον)
(γίνονται)
(λοιπὸν)
(ὧν)

Translation (Model: gpt-4.5-preview-2025-02-27, Batch ID: 13)

Extracted Koine Greek and Latin with English Translation

Koine Greek Text

Λυσιμαχίδος. σώματα π (ὧν) ἀρ(σενικὰ) μβ (δραχμαὶ) μβ θη(λυκὰ) λη (δραχμαὶ) ιθ ὀβολοῦ ἀρ(σενικὰ) μβ (ὧν) Ἕλληνες ιζ Πέρσαι β (γίνονται) ιθ (λοιπὸν) κγ ἀν(ὰ) (ὀβολὸν) γ̣ (πεντώβολον) (γίνονται) ξδ (πεντώβολον) (ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι κε ἁλι(κῆς) κβ (τριώβολον) ὀβολοῦ α (τετρώβολον) κϛ ἁλι(κῆς) κ ὀβο(λοῦ) (πεντώβολον) (γίνονται) ἁλι(κῆς) μβ (τριώβολον) ὀβολοῦ β (τριώβολον) (γίνονται) με Παχὼνς κγ ἁλι(κῆς) (δραχμαὶ) ιδ ὀβολοῦ α (γίνονται) ιε Παῦνι κε ἁλι(κῆς) β (τετρώβολον) ὀβολοῦ (διώβολον) (γίνονται) γ (γίνονται) [ἁ]λ̣ι̣(κῆς) νθ (ὀβολὸς) ὀβο(λοῦ) γ (πεντώβολον) (γίνονται) ξγ (λοιπὸν) α (πεντώβολον) Τρικωμίας σωμάτων τλα (ὧν) ἀρ(σενικὰ) ροα θη(λυκὰ) ρξ (ὧν) ὑ̣π̣[όλογο]ι διδάσκαλοι γ (λοιπὸν) τκη (ὧν) ἀρ(σενικὰ) ρξη ἀ̣ν̣(ὰ) (δραχμὴν) α̣ (δραχμαὶ) ρξη θη(λυκὰ) ρξ ἀν(ὰ) (τριώβολον) (δραχμαὶ) π (γίνονται) σμη ὀβολοῦ ρξη (ὧν) ὑ̣π̣ό̣λ̣ο̣γ̣ο̣ι̣ Ἕλληνες οβ (λοιπὸν) ϙϛ ἀν(ὰ) (ὀβολὸν(?)) (γίνονται) ιϛ (γίνονται) κϛ (ὧν) λελόγευται Φαρμοῦτι γ ἁλι(κῆς) κδ ὀβο(λοῦ) α (διώβολον) δ ἁλι(κῆς) κβ (τριώβολον) κ ἁλι(κῆς) κδ (τετρώβολον) κϛ ἁ̣[λι(κῆς)] ια̣ (τριώβολον) κζ ἁλι(κῆς) κη [ἁ]λι(κῆς) ιγ ὀβολοῦ (πεντώβολον) κθ λ ἁλι(κῆς) κ ὀβ̣[ο]λ̣οῦ (τετρώβολον) (γίνονται) ἁλι(κῆς) [ρμ]ε (διώβολον) ὀβολοῦ ι (τετρώβολον) (γίνονται) ρν̣ϛ Πα̣[χὼν]ς κβ ἁλι(κῆς) (δραχμαὶ) κ κγ ἁλι(κῆς) ιβ ὀβο(λοῦ) (διώβολον) κδ ἁλι(κῆς) ιδ ὀβο(λοῦ) (τετρώβολον) κε ἁλι(κῆς) α κϛ ἁλι(κῆς) λ̣ ὀ̣β̣ο̣(λοῦ) (τετρώβολον) (γίνονται) ἁλι(κῆς) οζ ὀβο(λοῦ) γ (γίνονται) π Παῦνι λ ἁλι(κῆς) ιε̣ ὀβο(λοῦ) β (γίνονται) ιζ (γίνονται) ἁλι(κῆς) σλζ (ὀβολὸς) ὀβολο(ῦ) ιε (πεντώβολον) (γίνονται) σνγ φυ(λακῖται) ιβ (ὧν) ἀρ(σενικὰ) ϛ ἀν(ὰ) α (ὀβολὸν) (δραχμαὶ) ζ̣ θη(λυκὰ) ϛ (δραχμαὶ) γ (γίνονται) (δραχμαὶ) ι (λοιπὸν) α (ὧν) πέπ̣τ̣ω̣κεν Φαρμοῦτι κ ἁλι(κῆς) οα (ὀβολὸς) ὀβολοῦ ε (πεντώβολον) (γίνονται) οζ λ ἁλι(κῆς) οδ ὀβο(λοῦ) ε (γίνονται) οθ Παχὼνς λ ἁλι(κῆς) οζ ὀβο(λοῦ) γ (γίνονται) π Παῦνι λ ἁλι(κῆς) ιε ὀβο(λοῦ) β̣ (γίνονται) ιζ (γίνονται) ἁλι(κῆς) σλζ (ὀβολὸς) ὀβο(λοῦ) ιε (πεντώβολον) (γίνονται) σνγ φυ(λακῖται) ιβ ἀρ(σενικὰ) ϛ ἀν(ὰ) α (ὀβολὸν) (γίνονται) ζ θη(λυκὰ) ϛ ἀν(ὰ) (τριώβολον) (δραχμαὶ) γ (γίνονται) ι (γίνονται) σξγ (λοιπὸν) α Μεσορὴ ι̣θ̣ ἁλι(κῆς) α

Latin Text

vestig

English Translation

The text is a detailed accounting record, listing quantities of salt ("ἁλική"), obols ("ὀβολός"), drachmas ("δραχμαί"), and various monetary fractions (e.g., "τριώβολον" three-obol, "τετρώβολον" four-obol, "πεντώβολον" five-obol). It mentions months (Pharmouthi, Pachon, Pauni, Mesore), ethnic groups (Greeks "Ἕλληνες", Persians "Πέρσαι"), genders (male "ἀρσενικά", female "θηλυκά"), and occupations or roles (teachers "διδάσκαλοι", guards "φυλακῖται"). The Latin "vestig" (vestigia) means "traces" or "remains".

The document is essentially a financial and demographic register, recording payments, taxes, or distributions of salt and money, categorized by month, gender, ethnicity, and occupation.