ἔτους
Παχ(ὼν)
ἐς
α
(ἔτος) (μεμέτρηκεν) Ψενόβας
Πσετεώνιος
(πυροῦ ἀρτάβας) δύο
(γίνονται) (πυροῦ ἀρτάβαι)
Ἀμ̣
ω
Apparatus
Year
of Pachon
to
a
(year) (has measured) Psenobas
Psetheonius
(of wheat, two artae)
(are made) (of wheat, artae)
Am
o