ⲡⲥⲁⲣⲁⲕⲭⲓⲛⲟⲥ
ἐλαι(ου) ξ(έσται)
δισκάρ(ιον)
κρ(ι)θ(ῆς) (ἀρτάβαι)
ὀκτώ
Φ(α)ῶ(φι)
ἰνδ(ικτίωνος)
δ(ιὰ) Λάζαρος
Γεώρ]γ̣ι̣ο̣ς̣ σ̣τ̣ο̣ι̣χευε̣
Σαρακηνός
Λαζάρου
στοιχεῖ
Apparatus
† Saracen
· Olive (will be)
Disk
Of barley (will be) (the measure)
Eight
[† Phophi]
Of the indiction
By Lazarus
[† George will be arranged]
i.e. Greek Saracen
i.e. Lazarus
i.e. to arrange