p.mil.vogl;7;303

Canonical URI: http://papyri.info/ddbdp/p.mil.vogl;7;303
Translation (Model: gpt-4o-mini, Batch ID: 2)

Extracted Text

Koine Greek

κο̣λ̣(οβῷ) (ἀρτάβαι)
ἀπὸ κλή(ρου) Πασ̣α
κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι)
ἀπὸ κλή(ρου) Ψαρ[βᾶτος] κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι)
γ(ίνεται) (ἑξα)χο(ινίκῳ) (ἀρτάβαι)
αψα [(ἀρτάβαι)]
κολοβ(ῷ) (ἀρτάβαι)
γ´ (πέμπτον καὶ δέκατον)
γ(ίνονται) (ἀρτάβαι)
ὧν ἀναλ(ώματος) εἰς Θαισάτο(ς) Τεπτύνεω(ς) ὑπ(ὲρ) το(ῦ) ἱερέω(ν) (ἀρτάβ )
σπέρματ(α) κλή(ρου) Πελετοὺς κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι)
σπέρματ(α) κλή(ρου) Πελβῶ(νις) κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι)
σπέρματ(α) κλή(ρου) Φανσέτ(ις) κολ(οβῷ) [(ἀρτάβαι)]
σ[π]έρμ(ατα) κλή(ρου) (ἀρουρῶν)
Πύρρου (ἀρτάβαι)
σπέρ(ματα) ι
αραιτρο( ) (ἀρτάβης) (πέμπτον)
ἐπισπο(ρᾶς) κλή(ρου) Πελετοὺς χω( ) [
γ(ίνεται) κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι)
λη (πέμπτον) (δέκατον)
δ (ἔτους) Φαρμοῦθι εἰς τὴν πόλ(ιν) δι(ὰ) Ἐπα[φρο]δ(είτου) (ἀρτάβη)
εἰς ζ̣ῦτο(ν) εἰς τ̣[ὴν] πόλ(ιν) (ἀρτάβαι)
κ̣γ̣ εἰς ζῦτο(ν) Πτολλαρίω(νος) (ἀρτάβαι)
τοῖς ὄνοι[ς] ἀπ[ο]δη(μοῦσι) ὑπ[ὸ] Ἑρι̣α̣[νέφρ]εως [
το[ῖ]ς βαδ̣ι̣στ(αῖς) ἀποδη(μοῦσι) ὑπὸ Ἑ(ριανέφρεως) (ἀρτάβης) (δέκατον)
κ[εἰ]ς τὴν πόλ(ιν) δι(ὰ) Πασεῖ(τος) ὀνηλ(άτου) γεν[εσίο(ις) Πτολ]λαρίω(νος) [
το̣ῖ̣[ς] ὄ̣ν̣οις ἀναβ(ᾶσι) εἰς Α̣ρ̣[
το[ῖς] ὄνοις ἀποδη(μοῦσι) ὑπὸ Ἑριαν[έφρεως] (ἀρτάβ ) [
[τοῖς ὄ]νοις ἀναβ(ᾶσι) εἰς τὴν πόλ(ιν) [
Πτολλαρίω(νι) εἰς [
Ἐπαφροδ(είτῳ) εἰς ζῦτο(ν) Νι̣κ̣αρίῳ εἰς τὴν [πόλ(ιν)] δι(ὰ) Πασεῖτο(ς) ὀνηλ(άτου) (ἀρτάβαι)
εἰς ζῦτο(ν) γενεσίο(ις) Πτολ(λαρίωνος) εἰς τὴν πόλ(ιν) (ἀρτάβης)
εἰς ζῦτο(ν) Νικαρίῳ εἰς τὴ(ν) πόλ(ιν) δι(ὰ) Πασεῖτ(ος) (ἀρτάβης)
ἄλ(λαι) (ἀρτάβαι)
λη (πέμπτον) (δέκατον) [
φροδ( ) (ἀρτάβης) (πέμπτον)
τοῖς ὄνοις ἀπ[οδη(μοῦσι)
νιο( ) εἰς
ιω( ) (ἀρτάβης) (δέκατον)
τοῖς ἵππ[ο]ις Ταρ[
τοῖς ἵπποις ἀνα[β(ᾶσι)
ὑπὸ Πτολ(λαρίωνος) (ἀρτάβης) (δέκατον)
τοῖς ὄνοις τρυγῶ(σι) ἐν [
Φαῶ(φι)
τρυγῶ(σι) ἐν Ταλεὶ τοῖς [ἵ]ππο(ις) (ἀρτάβαι)
τοῖς ὄνοις αἴροντ(ες) λίθους (ἀρτάβης)
ὁμ(οίως) τοῖς ὄνοις αἴροντ(ες) λίθους (ἀρτάβης) (πέμπτον) (εἰκοστόν)
εἰς ζῦτο(ν) εἰς τὴν πόλ(ιν) δι(ὰ) Αὐνῆτο(ς) (ἀρτάβης) (πέμπτον) (δέκατον)
Τῦβι
τοῖς βαλιστ(αῖς)
ἀποδημ(οῦσι) εἰς Ἡρακλέους ὑπὸ Πτολλαρίω(νος) (ἀρτάβης) (πέμπτον)
Μεχ[ὶ]ρ
γενεσίο(ις) υἱο(ῦ) Νικά̣ρο(υ) εἰς ζῦτο(ν) (ἀρτάβη)
φαλ
ω( ) εἰς ζῦτο(ν) (ἀρτάβ )
εἰς τὴν πόλ(ιν) Νικαρίῳ δι(ὰ) Αὐνῆτο(ς) ὀνηλ(άτου) δρόμ(ῳ) (ἀρτάβαι) [
Ἑριανέφρεως
εἰς ζῦτον τοῖς γεν[ε]σ̣ίο(ις) (ἀρτάβης)
εἰς π[ρᾶ]σιν ὡς τοῦ στατῆρ(ος) ἐκ̣ μέτ(ρων) ϛ̣ (δραχμαὶ)
ὁ[μοίω]ς̣ εἰς πρᾶσιν ὡς το[ῦ στ]ατῆρο̣ς̣ ἐ̣κ̣ μέτ(ρων) ϛ (δραχμαὶ)
Τ]εβ[τ]ῦνιν (ἀρτάβ )
βαδι]σταῖς̣ [ἀπο]δη(μοῦσι) ε̣ἰ̣ς̣ Α
ιν [
τοῖς ἵπποις αλο[
(ἀρτάβη)
τοῖς νεωμα[
εἰς τὴ[ν] π̣όλ(ιν) [(ἀρτάβη)]
καὶ τοῖς τοῦ ἐπιτρόπ(ου) α
υ (ἀρτάβαι)
ι
ι τ[
γε]ν̣εσίοι̣ς
εἰς ζῦτον τοῖς γεν[ε]σ̣ίο(ις) (ἀρτάβης)
εἰς] π[ρᾶ]σιν ὡς το(ῦ) [στατῆ(ρος) ἐκ] μ̣έτ[(ρων) (δραχμαὶ)
τοὺς
εἰς τὴν τρ[ο]φὴν (ἀρτάβαι)
εἰς τὴν πόλιν ὁμ(οίως) [κρ]ιθ(ῆς) (ἀρτάβαι)
εἰς ζῦτον ὥστε εἰς [τὴ]ν πόλ(ιν) (ἀρτάβης)
Μ̣ε̣σορὴ τοῖς ἵπποις (ἀρτάβης) (δέκατον)
τοῖς βαδισταῖς (ἀρτάβης) (δέκατον)
ὁμοίως ἡμ(ερῶν)
Τριστ(όμου(?)) [
εἰς τὴν πόλ(ιν) (ἀρτάβη)
ὁμο[ίως
ὁμ[οίω]ς τοῖς [
ζ
ὁμοίως τοῖς α̣[
εἰς τὴν πόλιν Πτωλλαρίων̣[ι
ὥστε τοῖ(ς) αἰγιδ̣ί̣οις (ἀρτάβαι)
εἰς ζῦτον ὥστε εἰς τὴ[ν
πόλιν (ἀρτάβης)
γ(ίνεται) ἀναλ(ώματος) κριθ(ῆς) (ἀρτάβαι)
ἀνθʼ (οὗ) συνκομ(ιδῆς) (ἀρτάβαι)
λοιπ(ὸν) κριθ(ῆς) (ἀρτάβη)
ὁμοίως ἡμ(ερῶν)
λόγος συνκο(μιδῆς)
π(αρὰ) Ἑριανε̣φρο
ἀπὸ β( ) (ἀρτάβαι)
ἀπὸ κλήρο(υ) Τβενεβ (ἀρτάβη)
π(αρὰ) Ἀπολλω( ) Ακ̣
Ταλεὶ ἀγορ(ασθεῖσαι) δι(ὰ) Πτολλαρίω(νος) (ἑξα)χοι(νίκῳ) (ἀρτάβαι)
π(αρὰ) Ἐπαφροδεί(του) ἀγο(ρασθεῖσαι) ἐν Τριστό(μῳ) (ἀρτάβη)
γ(ίνονται) (ἀρτάβαι)
διαφ(όρου) μέτ(ρου) (ἀρτάβη)
γ(ίνονται) (ἀρτάβαι)
σπορ(ᾶς) κλή(ρου) Δ[
σπο[ρ(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπ[ο]ρ(ᾶς) (ἀρουρῶν)
ἐπισπο(ᾶς) κλή(ρου)
σ̣π̣ο̣ρ̣(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο[ρ(ᾶς) (ἀρουρῶν)
ἐπισπο(ᾶς) (ἀρτάβη)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς) (ἀρουρῶν)
σπο(ᾶς

Translation (Model: gpt-4.5-preview-2025-02-27, Batch ID: 12)

Extracted Koine Greek Text

κο̣λ̣(οβῷ) (ἀρτάβαι) ργ (πέμπτον) [ἀπὸ] κλή(ρου) Πασ̣α[...] κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι) κζ (πέμπτον) [ἀ]πὸ κλή(ρου) Ψαρ[βᾶτος] κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι) με γ(ίνεται) (ἑξα)χο(ινίκῳ) (ἀρτάβαι) [...] αψα [(ἀρτάβαι)] κ (πέμπτον) κολοβ(ῷ) (ἀρτάβαι) ροϛ γ´ (πέμπτον καὶ δέκατον) γ(ίνονται) (ἀρτάβαι) σιη ιβ´ (ὧν) ἀναλ(ώματος) εἰς Θαισάτο(ς) Τεπτύνεω(ς) ὑπ(ὲρ) το(ῦ) ἱερέω(ν) (ἀρτάβ ) σπέρματ(α) κλή(ρου) Πελετοὺς κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι) κγ σπέρματ(α) κλή(ρου) Πελβῶ(νις) κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι) [...] σπέρματ(α) κλή(ρου) Φανσέτ(ις) κολ(οβῷ) [(ἀρτάβαι)] [...] σ[π]έρμ(ατα) κλή(ρου) (ἀρουρῶν) [...] Πύρρου (ἀρτάβαι) η (πέμπτον) σπέρ(ματα) [...] αραιτρο(  ) (ἀρτάβης) (πέμπτον) ἐπισπο(ρᾶς) κλή(ρου) Πελετοὺς χω(  ) [...]ες (ἀρτάβαι) γ (πέμπτον καὶ δέκατον) γ(ίνεται) κολ(οβῷ) (ἀρτάβαι) λη (πέμπτον) (δέκατον) δ (ἔτους) Φαρμοῦθι εἰς τὴν πόλ(ιν) δι(ὰ) Ἐπα[φρο]δ(είτου) (ἀρτάβη) α [...] εἰς ζ̣ῦτο(ν) εἰς τ̣[ὴν] πόλ(ιν) (ἀρτάβαι) [...] κ̣γ̣ εἰς ζῦτο(ν) Πτολλαρίω(νος) (ἀρτάβαι) [...] τοῖς ὄνοι[ς] ἀπ[ο]δη(μοῦσι) ὑπ[ὸ] Ἑρι̣α̣[νέφρ]εως [...] το[ῖ]ς βαδ̣ι̣στ(αῖς) ἀποδη(μοῦσι) ὑπὸ Ἑ(ριανέφρεως) (ἀρτάβης) (δέκατον) [...] εἰ]ς τὴν πόλ(ιν) δι(ὰ) Πασεῖ(τος) ὀνηλ(άτου) γεν[εσίο(ις) Πτολ]λαρίω(νος) [...] το̣ῖ̣[ς] ὄ̣ν̣οις ἀναβ(ᾶσι) εἰς Α̣ρ̣[...] (ἀρτάβαι) [...] το[ῖς] ὄνοις ἀποδη(μοῦσι) ὑπὸ Ἑριαν[έφρεως] (ἀρτάβ ) [...] [τοῖς ὄ]νοις ἀναβ(ᾶσι) εἰς τὴν πόλ(ιν) [...] Πτολλαρίω(νι) [...] Ἐπαφροδ(είτῳ) εἰς ζῦτο(ν) Νι̣κ̣αρίῳ εἰς τὴν [πόλ(ιν)] δι(ὰ) Πασεῖτο(ς) ὀνηλ(άτου) (ἀρτάβαι) γ (δέκατον) [...] εἰς ζῦτο(ν) γενεσίο(ις) Πτολ(λαρίωνος) εἰς τὴν πόλ(ιν) (ἀρτάβης) κδ εἰς ζῦτο(ν) Νικαρίῳ εἰς τὴ(ν) πόλ(ιν) δι(ὰ) Πασεῖτ(ος) (ἀρτάβης) σι [...] ἄλ(λαι) (ἀρτάβαι) λη (πέμπτον) (δέκατον) [...] (ἀρτάβαι) μδ (πέμπτον)

Translation into English

(The text is a fragmentary agricultural account, listing quantities of barley ("artabai") and other grains, often abbreviated and incomplete. It mentions various plots ("kleros") and individuals responsible for transport or delivery. The text includes references to barley used for sowing ("sperma"), additional sowing ("epispora"), and barley sent to the city ("polis") for beer ("zytos"). It also records barley given to donkeys ("onois") and horses ("hippois") for travel or transport, and barley allocated for priests ("hiereon"). Specific names mentioned include Epaphrodeitos, Ptoallarion, Herianephres, Paseitos, Nikarios, and others. The document is administrative, detailing grain distribution, consumption, and agricultural logistics.)

Latin Text

(No Latin text clearly identifiable in the provided document.)

Notes

The document is highly fragmentary and abbreviated, typical of administrative papyri from Greco-Roman Egypt. The terms "artabai" (a measure of grain), "kleros" (land allotment), "zytos" (beer), and various personal names and places are common in such texts. The translation provided is a summary due to the fragmentary and repetitive nature of the original text.