Βουκόλος Γαίου στρατιώτης σπείρης (πρώτης) Φ̣[λ]α̣ου̣[ί]ας Κιλίκων (ἑκατοντάρχου) Πτολεμαίου Κασίῳ γεωργῷ μοῦ χαίρειν.
καλῶς ποιήσις (*), ἄδελφε, ἀποδοὺς Ἀφροδισίῳ οὐετρανῷ ἃς [ὀ]φίλω (*)
αὐτῷ [ἀπ]ὸ χε̣ι̣ρὸς ἀργυρίου δραχμὰς τεσεράκοντα
τέσσαρες (*)
ἃ[ς καὶ] παραδέξομαι ἐκ τῶν ἐ̣κ̣φ̣ο̣ρ̣ί̣ων μ[ο]ῦ̣. μὴ οὖν ἄ[λλ]ως ποιήσις (*), ἄδελφε, μὴ ε
̣
ι
̣
α-
ρα̣λ̣εσ̣ομ̣εν τ̣[ῷ ἀ]νθρώπῳ. ἡ̣ δὲ ἐπιτρο[πικὴ] α[ὕ]τη κυρία ἔστ[ω κ]α̣ὶ ἐν τω[
̣ ̣ ̣
]α̣[
̣ ̣ ̣
]παντε̣υ̣ καὶ π̣ά̣[ντω]ν̣ ἐ[πι]φερόντων̣ [ὡς] ἐν δημοσ[ί]ῳ κατακεχωρ[ισ]μένη
(ἔτους) κδ Αὐτοκράτορος Καίσαρος Τίτου Αἰλίου Ἁδριανοῦ (hand 2) Ἀντωνίνου [Σεβασ]τοῦ (hand 1) Εὐσεβοῦς, Μεχεὶρ [ -ca.?- ] (hand 3) Βουκόλο[ς Γ]αίου ὁ προγεγρα[μμέν-]ος απο̣ [ ̣ ̣ ] v (hand 1) ἐπιτροπικ(ὴ) Βουκόλου
(ἑκατοντάρχου) Πτολεμαίου Κασίῳ γεωργῷ μοῦ χαίρειν.
(ἔτους) κδ Αὐτοκράτορος Καίσαρος Τίτου Αἰλίου Ἁδριανοῦ (hand 2) Ἀντωνίνου [Σεβασ]τοῦ (hand 1) Εὐσεβοῦς, Μεχεὶρ [ -ca.?- ]
Boukolos, son of Gaius, soldier of the first cohort of the Cilicians (centurion) Ptolemaios, greetings to my farmer Cassius.
You are doing well, brother, having given to Aphrodite the sacred offerings which I owe to him from the hand of silver, forty drachmas, four of which I will also receive from my exports. Therefore, do not act otherwise, brother, do not be careless towards the man. And let this supervisory authority be lordly and in the [ ] all and of all those contributing as it is in the public domain, separated (in the year) 24 of the Emperor Caesar Titus Aelius Hadrianus (hand 2) Antoninus Augustus (hand 1) Eusebius, Mecheir [ -ca.?- ] (hand 3) Boukolos son of Gaius, the one who is registered as the supervisor of Boukolos.