[σπε]ίροντος
τὸ
(ἥμισυ)
(τέταρτον)
(ἀρούρης)
ἐρ̣γ(άτης) (δραχμαὶ)
σπείροντες κρι̣θ̣(ὴν) ἐργ̣(άται)
ἀναβάλλοντ(ες)
( ) ἐ̣ργ(άται)
, [γ(ίνονται) (δραχμαὶ)]
βοτανίζοντες τὸν σπόρο̣ν
ἐργ(άται)ς
, γ̣(ίνονται) (δραχμαὶ)
βοτανίζοντες ὁμοί(ως) τὸν (*)
χορτόσπερ(μον) ἐργ(άται)
, γ(ίνονται) (δραχμαὶ)
βοτανίζοντ(ες) γῆν (ἀρούρης)̣
ἐργ(άται)
ἐκ (δραχμῶν)
γ(ίνονται) (δραχμαὶ)
βοτανίζοντες τὸν χόρ-
τον ἐργ(άται)
ἐ<κ (δραχμῶν)
(γίνονται)> (δραχμαὶ)
τίλλοντες τὸν χόρτ(ον)
ἐργ(άται) {ἐκ (δραχμῶν)}
<ἐκ (δραχμῶν)
, γ(ίνονται)> (δραχμαὶ)
εἰς τὸν δρυμ(ὸν) ὁμοί(ως) τίλ-
λοντες ἐργ(άται)
(δραχμαὶ)
(δραχμῶν)
[of the] sower
the
(half)
(fourth)
(of the field)
laborer (drachmas)
sowing barley laborers
postponing
( ) laborers
, [they become (drachmas)]
weeding the seed
laborers
, they become (drachmas)
weeding similarly the (*)
grass-seed laborers
, they become (drachmas)
weeding the land (of the field)
laborers
from (drachmas)
they become (drachmas)
weeding the grass
laborers
from (drachmas)
(they become) (drachmas)
plucking the grass
laborers {from (drachmas)}
into the grove similarly plucking
laborers