ἄλος
λίθος πόδ(ες)
πλά(τος) πόδ(ες)
πάχος πόδες
ἄλος
πλά(τος) πόδ(ες)
ἄλος
πλ̣ά(τος) [πό]δ(ες)
ἄλος
πλά(τος) πόδ(ες)
ἄλος
πάλ(τος) πόδ(ες)
ἄλο\ς/
πλά(τος) πόδ(ες)
ἄλο\ς/
πάχος(?) πόδ(ες)
ἄλλος
πλά(τος)
None extracted.
ἄλος - "other" or "another"
λίθος πόδ(ες) - "stone feet"
πλά(τος) πόδ(ες) - "width feet"
πάχος πόδες - "thickness feet"
πάλ(τος) πόδ(ες) - "broad feet"
ἄλλος - "other" or "another"
πλά(τος) - "width"